τεττιγοφόρας

τεττιγοφόρας
τεττῑγο-φόρας, ου, , ([etym.] φέρω)
A wearing a τέττιξ, as the Athenians were called, because in early times they wore golden τέττιγες, as a token that they were αὐτόχθονες (cf.

τέττιξ 1.2

, τεττιγομήτρα), Ar.Eq. 1331 (anap.): also [suff] τεττῑγο-φόρος, ον, Eust.395.34: hence [suff] τεττῑγο-φορία, , Tz. H.1.233.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεττιγοφόρας — τεττιγοφόρᾱς , τεττιγοφόρας wearing a masc acc pl τεττιγοφόρᾱς , τεττιγοφόρας wearing a masc nom sg (attic epic doric aeolic) τεττῑγοφόρᾱς , τεττιγοφόρης masc acc pl τεττῑγοφόρᾱς , τεττιγοφόρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεττιγοφόρας — ου, ὁ, Α αυτός που φορεί χρυσές καρφίδες στην κόμη, οι οποίες παριστάνουν τέττιγα και τις οποίες φορούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι ως σύμβολο ιθαγένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + φόρας (< φέρω), πρβλ. πτερο φόρας] …   Dictionary of Greek

  • τεττιγοφόρος — ον, Α τεττιγοφόρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”